ἀναπεπταμένως

ἀναπεπταμένως
ἀναπεπταμένος
explicitly
adverbial
ἀναπεπταμένος
explicitly
masc acc pl (doric)
ἀναπετάννυμι
spread out
perf part mp masc acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναπεπταμένος — η, ο (Α ἀναπεπταμένος, η, ον) [ἀναπετάννυμι] (κυρίως για επιφάνεια εδάφους, θάλασσας κ.λπ.) αυτός που δεν περιορίζεται από τίποτε, ανοικτός, απλωμένος, διάπλατος, απεριόριστος νεοελλ. 1. για μέρη που είναι εκτεθειμένα στους ανέμους, που δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”